ψυχομαραίνω

ψυχομαραίνω
Ν
φθείρω κάποιον προκαλώντας του ψυχικό πόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + μαραίνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαραίνω — (AM μαραίνω) 1. κάνω ένα φυτό να χάσει τη θαλερότητα του, συντελώ στο να ξεραθεί ένα φυτό (α. «ο ήλιος μάς μάρανε τα λουλούδια» β. «ἐπὶ ἀνθέων τών μαραινομένων», Ερμογ.) 2. μτφ. κάνω κάποιον ή κάτι να χάσει τη ζωτικότητα και τη φρεσκάδα του,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”